ποδαράτος

ποδαράτος
η , ο
1) имеющий ноги; 2) совершаемый стоя;

έλα να πιούμε ένα ποδαράτοςο — давай выпьем стоя


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ποδαράτος" в других словарях:

  • ποδαράτος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται με τα πόδια 2. αυτός που γίνεται στο πόδι, όρθια 3. μτφ. πρόχειρος. επίρρ... ποδαράτα Ν 1. με τα πόδια 2. στο πόδι, όρθια 3. μτφ. πρόχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. άτος (πρβλ. δροσ άτος, μελ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • ποδαράτος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με τα πόδια ή στο πόδι, στα όρθια: Ήπιαμε ένα ούζο ποδαράτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιτσοπαδαράτος — μιτσοπαδαράτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει μικρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιτσός + ποδαράτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»